- πεπονθότα
- πάσχωhaveperf part act neut nom/voc/acc plπάσχωhaveperf part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπονθόθ' — πεπονθότα , πάσχω have perf part act neut nom/voc/acc pl πεπονθότα , πάσχω have perf part act masc acc sg πεπονθότι , πάσχω have perf part act masc/neut dat sg πεπονθότε , πάσχω have perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπονθότ' — πεπονθότα , πάσχω have perf part act neut nom/voc/acc pl πεπονθότα , πάσχω have perf part act masc acc sg πεπονθότι , πάσχω have perf part act masc/neut dat sg πεπονθότε , πάσχω have perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω … Dictionary of Greek